θηρότυπος

θηρότυπος
θηρότυπος, -ον (Α)
αυτός που έχει τον τύπο θηρίου, τη μορφή θηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)-* + -τυπος (< τύπος < τύπτω), πρβλ. ά-τυπος, έν-τυπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θηρότυπον — θηρότυπος in the form of a beast masc/fem acc sg θηρότυπος in the form of a beast neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηροτύποις — θηρότυπος in the form of a beast masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρ(ο)- — (ΑΜ θηρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή έχει σχέση με τους θήρες, τα θηρία. ΣΥΝΘ. θηρόθυμος αρχ. θηραγρέτης, θηραγρία, θήραγρος, θηραρχία, θήραρχος, θηρεπωδός, θηρίβορος, θηροβολώ, θηροβόρος, θηρόβοτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”